Η μετεγχειρητική κήλη εμφανίζεται στο σημείο όπου υπάρχει κάποια τομή στην κοιλιακή χώρα λόγω κάποιας χειρουργικής επέμβασης. Αποτελεί την πιο συχνή επιπλοκή μετά από χειρουργείο στην κοιλιακή περιοχή και το δεύτερο πιο συχνό είδος κήλης μετά τη βουβωνοκήλη, καθώς ένα μεγάλο τμήμα ασθενών που έχουν υποστεί κάποια επέμβαση στην κοιλιακή χώρα μπορεί να εμφανίσουν αυτή τη μορφή κήλης στο μέλλον.
Η πρωταρχική αιτία εμφάνισής της είναι η άσκηση πίεσης στην περιοχή που έχει υποστεί χειρουργική επέμβαση. Οι χειρουργικές τομές στην κοιλιακή χώρα αποδυναμώνουν το κοιλιακό τοίχωμα και διακόπτουν τη φυσιολογική συνέχεια των μυών της περιοχής. Κατά συνέπεια, η δημιουργία αδύναμων σημείων στην κοιλιακή χώρα σε συνδυασμό με την άσκηση πίεσης ωθεί το έντερο, κάποιο όργανο ή ένα τμήμα του λιπώδους ιστού να προπέσει μέσα από αυτά και να δημιουργήσει ένα εξόγκωμα.
Τα άτομα που συμμετέχουν σε έντονη ή πρόωρη σωματική δραστηριότητα μετά την επέμβαση, αυξάνουν σημαντικά το σωματικό τους βάρος σε σύντομο χρονικό διάστημα, ή αυξάνουν την κοιλιακή πίεση με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πριν η τομή επουλωθεί πλήρως, κινδυνεύουν ιδιαίτερα να εμφανίσουν μετεγχειρητική κήλη. Άλλοι παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν την εμφάνιση αυτού του είδους κήλης είναι η διενέργεια πολλαπλών χειρουργικών επεμβάσεων στην κοιλιακή χώρα, η κακή χειρουργική συρραφή της χειρουργικής τομής, η λοίμωξη στην χειρουργημένη περιοχή, το κάπνισμα, ο χρόνιος βήχας, η εγκυμοσύνη προτού προλάβει το τραύμα να επουλωθεί πλήρως, αλλά και η ύπαρξη κάποιας διαταραχής στο ανοσοποιητικό σύστημα.
Το πρωταρχικό σύμπτωμα μιας μετεγχειρητικής κήλης είναι το πρήξιμο ή η διόγκωση της περιοχής στην οποία βρίσκεται η χειρουργική τομή. Οι ασθενείς μπορεί επίσης να βιώσουν αίσθημα καύσου και δυσφορία. Αν εκδηλωθούν συμπτώματα όπως έντονος πόνος, ναυτία, ταχυκαρδία, πυρετός ή δυσκοιλιότητα, τότε υπάρχει η πιθανότητα η μετεγχειρητική κήλη να έχει υποστεί περίσφυξη, και η χειρουργική αντιμετώπιση κρίνεται επιτακτική προκειμένου να αποφευχθεί η ισχαιμία ή η διάτρηση του εντέρου.
Η θεραπεία για μια μετεγχειρητική κήλη είναι χειρουργική και θα καθοριστεί από τον αρμόδιο χειρουργό εξετάζοντας πολλούς παράγοντες όπως τη γενική υγεία του ασθενούς, την ανατομία, την έκταση και τη θέση της κήλης. Η θεραπεία θα εξαρτηθεί επίσης από το εάν η κήλη έχει επηρεάσει αρνητικά τα αποτελέσματα της αρχικής χειρουργικής επέμβασης, απαιτώντας πρόσθετες ιατρικές διαδικασίες. Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος υπάρχουν δύο τύποι χειρουργικών επεμβάσεων, το ανοιχτό χειρουργείο αποκατάστασης κήλης και η λαπαροσκοπική χειρουργική τεχνική.
Στην περίπτωση του ανοιχτού χειρουργείου, ο χειρουργός κάνει μια τομή στην κοιλιακή περιοχή πάνω από την κήλη, πραγματοποιεί ανάταξη του προβάλλοντος οργάνου και επιδιορθώνει το άνοιγμα στο μυϊκό τοίχωμα είτε με ράμματα, εάν ο ιστός είναι υγιής, είτε με την τοποθέτηση συνθετικού πλέγματος. Συνήθως προτιμάται η πλαστική αποκατάσταση με την τοποθέτηση και συρραφή του κατάλληλου μεγέθους συνθετικού πλέγματος για την πλήρη επισκευή κι ενίσχυση της αδύναμη περιοχής, ώστε να μην υπάρξουν μελλοντικές υποτροπές.
Η λαπαροσκοπική τεχνική αποτελεί μια ελάχιστα επεμβατική χειρουργική επέμβαση, όπου ο χειρουργός μετά από γενική αναισθησία του ασθενή πραγματοποιεί 3 τομές λίγων χιλιοστών. Μέσω της μίας από αυτές εισάγει το λαπαροσκόπιο στην περιοχή της κοιλιακής χώρας, το οποίο προσφέρει μέγιστη ορατότητα για την ομαλή διεξαγωγή της επέμβασης. Με τη μεγέθυνση της εικόνας που προσφέρει το λαπαροσκόπιο είναι δυνατή η αναγνώριση του ακριβούς σημείου που βρίσκεται η μετεγχειρητική κήλη και η αποκατάσταση αυτής με την τοποθέτηση ειδικού συνθετικού πλέγματος που καλύπτει το αδύναμο σημείο μέσω του οποίου διαμορφώθηκε η κήλη. Έτσι, κατορθώνεται ελάχιστη απώλεια αίματος, μικρός μετεγχειρητικός πόνος και άμεση επιστροφή του ασθενούς στις καθημερινές δραστηριότητες.