Η βουβωνοκήλη εμφανίζεται όταν κάποιο τμήμα του ενδοκοιλιακού λίπους ή του εντέρου ενός ατόμου προεξέχει μέσω ενός αδύναμου σημείου στο δέρμα στο κάτω τμήμα της βουβωνικής περιοχής. Η πάθηση αυτή πλήττει συχνότερα στον ανδρικό πληθυσμό ανεξαρτήτως ηλικίας, και εμφανίζεται είτε εξαιτίας κληρονομικών παραγόντων, είτε λόγω αιτίων όπως η παχυσαρκία, η υιοθέτηση ανθυγιεινών συνηθειών όπως το κάπνισμα, ο χρόνιος βήχας, η δυσκοιλιότητα, η ενασχόληση με χειρωνακτικές εργασίες που περιλαμβάνουν άρση βαρέων αντικειμένων και η εγκυμοσύνη.
Η βουβωνοκήλη μπορεί να παραμείνει ασυμπτωματική. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να δημιουργήσει πόνο ή ενόχληση, ή να προκαλέσει περίσφιξη, δηλαδή μια ιατρική πάθηση στην οποία τίθεται σε κίνδυνο η παροχή αίματος στο λεπτό έντερο. Γι’αυτό το λόγο, είναι σημαντικό να αντιμετωπιστεί χειρουργικά. Οι δύο κύριοι τύποι για την επέμβαση βουβωνοκήλης είναι το ανοιχτό χειρουργείο και η λαπαροσκοπική αποκατάσταση. Ποιες είναι ωστόσο οι διαφορές τους και σε ποια περίπτωση προτιμάται η καθεμία;
Η ανοιχτή επέμβαση βουβωνοκήλης είναι όπου γίνεται μια τομή ή τομή στη βουβωνική χώρα. Εντοπίζεται ο «σάκος» της κήλης που περιέχει το διογκωμένο έντερο. Στη συνέχεια, ο χειρουργός σπρώχνει την κήλη πίσω στην κοιλιά και ενισχύει το κοιλιακό τοίχωμα με ράμματα ή συνθετικό πλέγμα. Το ανοιχτό χειρουργείο αποκατάστασης βουβωνοκήλης μπορεί να πραγματοποιηθεί με τοπική ή ραχιαία αναισθησία.
Η λαπαροσκοπική επέμβαση βουβωνοκήλης είναι μια ελάχιστα επεμβατική μέθοδος που διακρίνεται σε δύο τεχνικές, τη λαπαροσκοπική τεχνική TEP και τη λαπαροσκοπική τεχνική TAPP, ανάλογα με το αν ο χειρουργός πραγματοποιεί είσοδο από την κοιλιακή χώρα ή όχι. Διενεργείται με τη χρήση λαπαροσκοπίου, το οποίο αποτελεί ένα μακρόστενο όργανο με ενσωματωμένη κάμερα στο άκρο του που εισάγεται μέσω μιας μικρής τομής στον ομφαλό και βοηθά τον χειρουργό να αποκτήσει τη μέγιστη ορατότητα στην πάσχουσα περιοχή. Στη συνέχεια εκτελεί την επέμβαση με τη διάνοιξη δύο μικρών τομών, μέσω των οποίων πραγματοποιεί την επιδιόρθωση της κήλης.
Η επιλογή του κατάλληλου τύπου επέμβασης επιλέγεται από τον αρμόδιο χειρουργό κατόπιν προσεκτικής αξιολόγησης της κάθε περίπτωσης και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ασθενούς. Η λαπαροσκοπική επέμβαση βουβωνοκήλης είναι ελάχιστα επεμβατική, άρα συνεπάγεται σαφώς λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο και ταχύτερη επάνοδο του ασθενούς στις καθημερινές του δραστηριότητες. Η τεχνική αυτή παρουσιάζει μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης μετεγχειρητικών επιπλοκών, καθώς και αισθητά χαμηλότερο ποσοστό υποτροπής κι επανεμφάνισης της βουβωνοκήλης. Παράλληλα, παρέχει τη δυνατότητα αποκατάστασης της βουβωνοκήλης που έχει δημιουργηθεί και στις δύο πλευρές της βουβωνικής περιοχής χωρίς την διενέργεια επιπλέον τομών, όπως θα απαιτούσε το ανοιχτό χειρουργείο.
Το ανοιχτό χειρουργείο προτιμάται σε περιπτώσεις που ο ασθενής δε μπορεί να υποβληθεί σε γενική αναισθησία λόγω προχωρημένης ηλικίας ή ύπαρξης ιατρικών ασθενειών όπως καρδιοαναπνευστικών προβλημάτων. Παράλληλα, συνίσταται για την αποκατάσταση κηλών μικρού μεγέθους που έχουν δημιουργηθεί από τη γέννηση του ατόμου, ή σε περίπτωση που ο ασθενής κάνει πολλές επεμβάσεις στην κοιλιακή χώρα. Ο ουλώδης ιστός μπορεί να κάνει τη χειρουργική επέμβαση πιο δύσκολη μέσω του λαπαροσκοπίου. Όταν μια βουβωνοκήλη μετατραπεί σε περισφιγμένη, τότε η μοναδική χειρουργική επιλογή είναι η ανοιχτή επέμβαση.
Γενικότερα, είναι σημαντικό να επιλέγεται η κατάλληλη κάθε φορά τεχνική για την επέμβαση βουβωνοκήλης, αφού ο αρμόδιος χειρουργός εξετάσει λεπτομερώς το είδος βουβωνοκήλης που εντοπίζεται, το ιστορικό του ασθενούς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού. Η επιλογή της μεθόδου που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του κάθε ασθενούς πρέπει να αποτελεί κυρίαρχο μέλημα ενός εξειδικευμένου χειρουργού