Στο ανοιχτό χειρουργείο βουβωνοκήλης, γίνεται μια ενιαία μεγάλη τομή 8 με 10 εκατοστών στη βουβωνική χώρα. Εάν η κήλη διογκώνεται έξω από το κοιλιακό τοίχωμα, δηλαδή πρόκειται για ευθεία κήλη, η διόγκωση μετακινείται πίσω στο εσωτερικό της κοιλιακής χώρας και ο χειρουργός στη συνέχεια ασφαλίζει το κοιλιακό τοίχωμα με ράμματα. Εάν η κήλη κατεβαίνει στον βουβωνικό σωλήνα και έχει διαγνωστεί ως λοξή κήλη, ο σάκος της κήλης είτε ωθείται προς τα πίσω είτε αφαιρείται.
Η βουβωνοκήλη διογκώνεται μέσα από ένα αδύναμο σημείο στο μυϊκό τοίχωμα. Αυτό το σημείο μπορεί να επιδιορθωθεί με την ένωση των άκρων του υγιούς μυϊκού ιστού μεταξύ τους και τη ραφή αυτών. Το ανοιχτό χειρουργείο για επιδιόρθωση βουβωνοκήλης ενδείκνυται για μικρότερες κήλες που υπάρχουν από τη γέννηση, αλλά και στις περιπτώσεις που οι ιστοί είναι υγιείς και μπορούν να πραγματοποιηθούν σε αυτούς διάφορες τεχνικές συρραφής χωρίς να προστεθεί περαιτέρω πίεση.
Πλέον έχει καθιερωθεί να χρησιμοποιούνται πλέγματα από συνθετικό υλικό για την επιδιόρθωση της βουβωνοκήλης, δηλαδή πραγματοποιείται και πλαστική αποκατάσταση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για μεγάλες κήλες και για κήλες που επανεμφανίζονται. Τα συνθετικά πλέγματα τοποθετούνται πάνω από την εξασθενημένη περιοχή στο κοιλιακό τοίχωμα αφού η κήλη επανατοποθετηθεί στη θέση της, ανακουφίζοντας την πίεση στο εξασθενημένο τμήμα της περιοχής και μειώνοντας τον κίνδυνο επανεμφάνισης του προβλήματος.
Το ανοιχτό χειρουργείο αποκατάστασης βουβωνοκήλης μπορεί να πραγματοποιηθεί με τοπική ή ραχιαία αναισθησία. Γι’αυτό το λόγο ενδείκνυται για άτομα που δε μπορούν να υποβληθούν σε γενική αναισθησία λόγω καρδιοαναπνευστικών ασθενειών ή άλλων προβλημάτων. Οι ασθενείς μπορούν να επιστρέψουν σπίτι την ίδια μέρα. Ο χρόνος ανάρρωσης ανέρχεται σε περίπου 3 εβδομάδες, μετά το πέρας των οποίων μπορούν να επιστρέψουν σε ελαφριά καθημερινή δραστηριότητα.
Η συγκεκριμένη επέμβαση είναι αρκετά κοινή και συνήθως δεν παρουσιάζει επιπλοκές. Οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε ανοιχτό χειρουργείο επιδιόρθωσης βουβωνοκήλης μπορεί να αισθανθούν πρήξιμο στην περιοχή της τομής, ωστόσο αυτό είναι φυσιολογικό. Στις επιπλοκές εντάσσονται η αιμορραγία, η μόλυνση και ο έντονος πόνος στο σημείο της τομής, και ο τραυματισμός εσωτερικών οργάνων, ωστόσο αυτές προκύπτουν εξαιρετικά σπάνια. Η συγκεκριμένη επέμβαση δεν ενδείκνυται σε περιπτώσεις που η βουβωνοκήλη έχει επανεμφανιστεί, ή αν η συγκεκριμένη πάθηση εντοπίζεται και στις δύο πλευρές της βουβωνικής χώρας, περίπτωση στην οποία συνιστάται η λαπαροσκοπική τεχνική.